ἀστραγαλώδης

ἀστραγαλώδης
ἀστρᾰγᾰλ-ώδης, ες,
A shaped like an ἀστράγαλος, Tz.H.10.231.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αστραγαλώδης — ἀστραγαλώδης, ες (Μ) διαμορφωμένος σε σχήμα αστραγάλου …   Dictionary of Greek

  • αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”